Και η μουσική βιομηχανία τρελάθηκε: Τη ίδια στιγμή που οι πωλήσεις CD βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση, οι πωλήσεις των άλμπουμ βινυλίου (LP) εκτοξεύονται σηματοδοτώντας ένα αναπάντεχο comeback!
«Η ψηφιακή ηχογράφηση είναι ανώτερη από οποιαδήποτε άλλη μορφή ηχογράφησης», είπε κάποτε ο δημοφιλέστερος, κατά Times, μαέστρος όλων των εποχών, Χέρμπερτ Φον Κάραγιαν. Ήταν η αυγή της δεκαετίας του 1980 και μια τέτοια δήλωση, από μια τόσο εμβληματική φυσιογνωμία της κλασσικής μουσικής, ισοδυναμούσε με τα δώρα των μάγων στο, τότε, «θείο βρέφος» της μουσικής βιομηχανίας: το Compact Disc.
Ο Κάραγιαν, όμως, δεν ήταν άνθρωπος των λόγων. Πάνω από όλα ήταν των έργων. Το 1980 διηύθυνε τη Φιλαρμονική του Βερολίνου σα να μην υπάρχει αύριο, ώστε η «Συμφωνία των Άλπεων» του Στράους να γίνει ένα μουσικό ορόσημο και το πρώτο CD της ιστορίας. Σύμφωνα με το μύθο, απαίτησε από τους κατασκευαστές, Philips και Sony, να αυξήσουν τη χωρητικότητα του, για να στριμωχτεί ολόκληρη η «Ενάτη» του Μπετόβεν σε ένα μόνο δίσκο. «Πήρε από το χέρι» το νέο αυτό μέσο και εμφανίστηκε στην πρώτη συνέντευξη τύπου για να το υπερασπιστεί από τις επιθέσεις του καχύποπτου και φοβικού μουσικού κοινού.
Σήμερα, τριάντα σχεδόν χρόνια μετά, το «βρέφος» μεγάλωσε, ενηλικιώθηκε και ωρίμασε. Στη πορεία κατάφερε κιόλας να εκπληρώσει στο ακέραιο τις προφητείες του μεγάλου μαέστρου. Από το 1991, την τελευταία χρονιά που οι μαγνητικές κασέτες είχαν την πρωτοκαθεδρία σύμφωνα με τα στατιστικά της RIAA, το CD ροκάνισε σιγά σιγά το μερίδιο αγοράς κάθε μέσου και κατέκτησε το σύνολο σχεδόν των μουσικών πωλήσεων. Το 2000 αριθμούσε ποσοστό μεγαλύτερο του 90%.
Αντίθετα με τον Κάραγιαν, οι λάτρεις των LP δεν έπαψαν στιγμή να πιστεύουν πως το δικό τους μέσο και η αναλογική ηχογράφηση ήταν ανώτερα με κριτήριο την ποιότητα του ήχου. Οι ψηφιακές ηχογραφήσεις, υποστήριζαν, δεν έχουν τη θέρμη και την ατμόσφαιρα ενός καλού βινυλίου που παίζει σε ένα καλό πικάπ. Τα πνευστά ηχούσαν στα αυτιά τους, όλα, το ίδιο. Δεν μπορούσαν να διακρίνουν μεταξύ ενός κόρνου και μιας τρομπέτας. Τα CD (και αργότερα τα MP3) ήταν για αυτούς ό,τι και τα hamburgers των McDonald's για τη διατροφή. Πρόχειρα, άγευστα και ανούσια.
Στο ίδιο χρονικό διάστημα που το CD όδευε προς το απόγειο της δημοτικότητας του, οι αναλογικές κασέτες έκαναν ελεύθερη πτώση από διψήφιο ποσοστό αγοράς στην αφάνεια και σε διψήφιο νούμερο ... με ένα δεκαδικό ψηφίο. Το ψηφιακό minidisc, η μοναδική σοβαρή απειλή όλα αυτά τα χρόνια, βρέθηκε χωρίς να το καταλάβει στο μουσείο της τεχνολογίας. Και η μεγάλη αγάπη κάθε μουσικόφιλου που σέβεται των εαυτό του, τα άλμπουμ βινυλίου, από 4,5% του συνόλου των μουσικών πωλήσεων το 1991, είδαν τη δύναμη τους να συρρικνώνεται στο 0,5 % της αγοράς. Ο Κάραγιαν τους είχε κερδίσει όλους.
Αυτό, σε γενικές γραμμές, είναι το υπόβαθρο ενός μεγάλου comeback στη μουσική βιομηχανία. Ενός comeback της ποιότητας του ήχου και του ολοκληρωμένου artwork σε βάρος της προχειρότητας και της ευκολίας. Γιατί τα νούμερα που έδωσε πρόσφατα η RIAA για την τελευταία τριετία ήταν μια γροθιά στο στομάχι του "κατεστημένου". Το 2008 οι πωλήσεις των βινυλίων εκτοξεύθηκαν στα 1,9 εκατομμύρια κομμάτια, τα περισσότερα από το 1991 που η εταιρεία Nielsen SoundScan ξεκίνησε να καταγράφει της πωλήσεις των Long Play άλμπουμ. Και φυσικά πρωταθλητές των πωλήσεων σε αυτό το «αγαθό» δεν ήταν οι μεγάλες αλυσίδες. Ήταν τα ανεξάρτητα δισκοπωλεία.
Ίσως, τα δύο εκατομμύρια άλμπουμ φαντάζουν ελεημοσύνη μπροστά στα μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια πωλήσεων που καταγράφουν κάθε χρόνο τα CD σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε ένα οικονομικό σύστημα, όμως, που η επιτυχία μετριέται με growth και ποσοστά, τα βινύλια κατέγραψαν αύξηση κατά 14% μεταξύ 2006 και 2007 και πάνω από 50% τη χρονιά που μας πέρασε. Την ίδια στιγμή οι ψηφιακοί δίσκοι, όπως κάποτε οι κασέτες, έκαναν βουτιά στο κενό: από τα 553 εκατομμύρια στα 360, μείωση δηλαδή κατά κάτι λιγότερο από 35%. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Rainbo Records. Η "ρομαντική" εταιρεία που παράγει LP βινυλίου από το 1955, μεταξύ 2006 και 2007, διπλασίασε την παραγωγή της κάτι που επανέλαβε και με το παραπάνω, μεταξύ 2007 και 2008.
Οι υπέρμαχοι των ψηφιακών δίσκων θα τονίσουν αμέσως την επίδραση του φαινομένου της πειρατείας στις πωλήσεις των ψηφιακών δίσκων. Πολύ απλά, τα πειρατικά CD που δεν καταγράφονται στα στατιστικά. Ωστόσο, το ίδιο συμβαίνει και με τα mp3 σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Και φυσικά ό,τι πωλείται "πειρατικά" δε σημαίνει πως θα μπορούσε να πωληθεί κανονικά. Κάτι που άλλωστε απέδειξαν από κοινού τα Πανεπιστήμια του Χάρβαρντ και της Βόρειας Καρολίνας με έρευνα τους το 2002. Επιπλέον αν κάποιος αδικείται περισσότερο από την αδυναμία των στατιστικών, αυτά είναι τα βινύλια, που διατίθενται σε πολύ μεγάλο βαθμό μέσω δικτυακών υπηρεσιών. Οι περισσότερες από αυτές, με την εξαίρεση της Amazon, είναι μικρές και δύσκολο να καταγραφούν.
Μπορεί όμως το δίλημμα μεταξύ αναλογικής και ψηφιακής μουσικής να απαντηθεί μόνο με νούμερα; Σίγουρα όχι! Αλλά, και από τεχνική άποψη τα πράγματα δεν είναι καλύτερα για το CD. Μια οριστική απάντηση ακόμα φαίνεται μακρινή προοπτική. Τα πρώτα CD είχαν όντως «επίπεδο» ήχο αλλά αυτό μέχρι οι μηχανικοί να βρουν τις κατάλληλες διατάξεις στο στούντιο και να εξοικειωθούν με τις τοποθετήσεις των μικροφώνων που απαιτούνται για ψηφιακές ηχογραφήσεις. Καθώς το νέο μέσο άρχισε να περνάει από τη φάση του οικονομικά βιώσιμου σε αυτή του επικερδούς, η ποιότητα στην παραγωγή βελτιώθηκε, ο αριθμός των ελαττωματικών CD μειώθηκε και το sampling rate, ίσως ο πιο καθοριστικός παράγοντας για την ποιότητα μιας ψηφιακής ηχογράφησης, έφτασε στα επίπεδα που απαιτούνται για καλό ήχο. Ή σχεδόν καλό ήχο, αφού όσο υψηλό και να είναι το sampling rate παραμένει ένα δείγμα του αρχικού ήχου, όπως υποστηρίζουν οι συλλέκτες δίσκων.
Από την άλλη πλευρά ο θόρυβος είναι και παραμένει η μεγαλύτερη αδυναμία της αναλογικής ηχογράφησης. Και κάθε κόπια που παράγεται από το αρχικό μάστερ έχει περισσότερο θόρυβο χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και το μάστερ μιας αναλογικής ηχογράφησης είναι απαραίτητα τέλειο. Το παράδειγμα των Pink Floyd τα λέει όλα. Οι Βρετανοί έφυγαν από την πρώτη τους δισκογραφική εταιρεία όταν κατάλαβαν ότι το μάστερ της τρίτης τους δισκογραφικής δουλειάς ήταν «θολό» γιατί δεν είχε γίνει συντήρηση του εξοπλισμού. Κάνοντας το πάθημα μάθημα, η επόμενη απόπειρα, το Dark Side of The Moon, δεν είχε ψεγάδι: Είναι μια από τις καλύτερες ηχογραφήσεις στην ιστορία, ένα συλλεκτικό βινύλιο, ένα από τα καλύτερα και πιο εμπορικά άλμπουμ όλων των εποχών και παραμένει στα τσαρτ, σχεδόν σαράντα χρόνια μετά.
Φαίνεται παράδοξο να ασχολείται κάποιος ακόμα με το ερώτημα CD ή βινύλιο όταν η μάχη σήμερα δίνεται μεταξύ mp3 και CD. Αλλά όταν τα νούμερα τρελαίνονται πάντα υπάρχει θέμα. Ποιος είναι ο λόγος που οι πωλήσεις βινυλίων παρουσιάζουν τα μεγαλύτερα ποσοστά ανόδου όταν οι πωλήσεις των CD μειώνονται; Είναι αυτό η αρχή του τέλους των CD; Και αν ναι, που χωράει η αναλογική ηχογράφηση στη συνολική εικόνα; Οι ειδικοί της μουσικής βιομηχανίας, όπως ο Στίβεν Σέλντον της Rainbo, αποδίδουν την εκτόξευση στις πωλήσεις των βινυλίων στη ψηφιακή γενιά. Ούτε στους baby boomers που έμαθαν τη μουσική μέσα από τα βινύλια, ούτε στη Generation X που έζησε την άνοδο του CD και τη μάχη το δισκογραφικών με το Napster και τα MP3. Οι ειδικοί το αποδίδουν σε ένα νέο κύμα μουσικόφιλων μεταξύ 13 και 24 ετών που ανακαλύπτουν ξανά την αισθητική αξία των βινυλίων και τη σημασία μιας μουσικής συλλογής.
Μπορεί το 99% του κοινού να ακούει μουσική σε MP3 player για λόγους ευκολίας, όταν, όμως, θέλει να αγοράσει μουσική τότε προτιμάει το βινύλιο. Τη μεγάλη συσκευασία, τον πλήρη ήχο και το πλούσιο art work. Η γενιά του «όλα ψηφιακά» που μεγάλωσε με τα παιχνίδια της μέσα σε υπολογιστή και τα κινούμενα σχέδια της σε κουτί είναι αυτή που ξαναμαθαίνει στον κόσμο τη σημασία του να κρατάς στα χέρια ένα καλό βινύλιο. Αν καταλαβαίνει τη διαφορά στον ήχο μεταξύ CD και LP είναι ένα ακόμα ερώτημα. Αλλά σίγουρα κάνει τη διαφορά στις πωλήσεις!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου